- ἀνοίκτης
- ἀνο̄ίκτηςmasc nom sgἀνοίκτηςone who opensmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυρανοίκτης — θυρανοίκτης, ὁ (Α) αυτός που ανοίγει τη θύρα ή τις θύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. επ ανοίκτης, μητρ ανοίκτης] … Dictionary of Greek
μητρανοίκτης — μητρανοίκτης, ὁ (Α) χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. θηρ ανοίκτης] … Dictionary of Greek
θυρεπανοίκτης — θυρεπανοίκτης, ὁ (Α) 1. (για τον φιλόσοφο Κράτητα που γινόταν παντού ευχαρίστως δεκτός) αυτός για τον οποίο ανοίγονται όλες οι πόρτες 2. αυτός που παραβιάζει τις πόρτες 3. στον πληθ. οἱ θυρεπανοῑκται οι διαρρήκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + επ… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
μηχανή εσωτερικής καύσης — Μηχανή μετατροπής θερμότητας, η οποία παράγεται από καύση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της, σε έργο. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των μ.ε.κ. με βάση το καύσιμο που χρησιμοποιούν, τον αριθμό και τη γεωμετρία των κυλίνδρων, τον τύπο και… … Dictionary of Greek
ἀνοίκτην — ἀνο̄ίκτης masc acc sg (attic epic ionic) ἀνοίκτης one who opens masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτου — ἄνοικτος pitiless masc/fem/neut gen sg ἀνο̄ίκτης masc gen sg ἀνοίκτης one who opens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)